- ἀνεπαισθήτου
- ἀνεπαίσθητοςunperceivedmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπόδυσις — ύσεως, ἡ, Α [ὑποδύω, ομαι] 1. παρείσφρηση 2. καταφύγιο 3. (για σφυγμό) η ιδιότητα τού ανεπαίσθητου 4. βύθιση μέσα στο νερό, κατάδυση … Dictionary of Greek